- ἱππέλαφος
- ἱππέλαφοςhorse-deermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππέλαφος — ἱππέλαφος, ἡ (Α) ίππος και ελάφι, πιθ. η αντιλόπη … Dictionary of Greek
ἱππελάφους — ἱππέλαφος horse deer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππελάφων — ἱππέλαφος horse deer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππέλαφοι — ἱππέλαφος horse deer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek